καταποντιστής

καταποντιστής
καταποντ-ιστής, οῦ, ,
A one who throws into the sea, of pirates, λῃσταὶ καὶ κ. Isoc.12.226, D.23.166,167, cf. Jul. Or.6.201b: metaph.,

καταποντισταὶ τῆς Ἑλλάδος Paus.8.52.3

, cf. Lib.Or.63.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταποντιστής — καταποντιστής, ὁ (Α) [καταποντίζω] 1. (για τους πειρατές) αυτός που ρίχνει στη θάλασσα, αυτός που καταποντίζει, που πνίγει 2. μτφ. καταστροφέας, αφανιστής 3. ως επίθ. αυτός που προξενεί καταπόντιση («καταποντιστὴς ἄνεμος») …   Dictionary of Greek

  • καταποντιστής — one who throws into the sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντισταῖς — καταποντιστής one who throws into the sea masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντισταί — καταποντιστής one who throws into the sea masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντιστοῦ — καταποντιστής one who throws into the sea masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντιστήν — καταποντιστής one who throws into the sea masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντιστῶν — καταποντιστής one who throws into the sea masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντιστά — καταποντιστά̱ , καταποντιστής one who throws into the sea masc nom/voc/acc dual καταποντιστής one who throws into the sea masc voc sg καταποντιστής one who throws into the sea masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντιστάς — καταποντιστά̱ς , καταποντιστής one who throws into the sea masc acc pl καταποντιστά̱ς , καταποντιστής one who throws into the sea masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντιστικός — καταποντιστικός, ή, όν (Μ) [καταποντιστής] αυτός που καταποντίζει, που είναι ικανός να βυθίσει, να πνίξει …   Dictionary of Greek

  • ԸՆԿՂՄԻՉ — ( ) NBH 1 0781 Chronological Sequence: 6c, 10c ա. Որ ընկղմէ. ընկլուզիչ. *Ո՛չ ես ընկղմիչ, այլ վերածիչ: Փախուցիչ ախտից, ընկղմիչ գայթակղութեանց. Նար. ՟Ձ՟Բ. ՟Ձ՟Դ: գ. գ. καταποντιστής pirata Հէն ծովու. *Զաւազակս, եւ է երբէք՝ զի եւ զընկղմիչս. Փիլ. բագն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”